κέρατα

κέρατα
Σκληροί επιδερμικοί σχηματισμοί από κεράτινη ή οστέινη ουσία, συμπαγείς ή κοίλοι, μόνιμοι ή πρόσκαιροι, τους οποίους φέρουν πολλά θηλαστικά στο κεφάλι. Τα κ. είναι κοντά ή μακριά, απλά ή διακλαδισμένα, ίσια ή συστρεμμένα και αυλακωμένα. Στα βοοειδή και στις συγγενείς οικογένειες της υπόταξης των μηρυκαστικών, τα κ. σχηματίζονται από μία οστέινη προέκταση των δύο φυσικών εξογκωμάτων του μετώπου, επάνω στην οποία διαμορφώνεται ένα είδος μόνιμης κοίλης οστέινης θήκης, που συνίσταται από κερατίνη. Τα ελάφια γενικά ονομάζονται ολόκερα, σε αντίθεση προς τα κοιλόκερα, επειδή έχουν κ. πλήρη και όχι κοίλα, διακλαδιζόμενα, ολόκληρα οστεώδη και πρόσκαιρα (ή αποπίπτοντα). Ο ρινόκερος έχει κ. περιττού αριθμού, τοποθετημένα στη ραχιαία επιφάνεια του ρύγχους, τα οποία αποτελούνται από μια σημαντική κερατοειδή ανάπτυξη του δέρματος. Τα κ. είναι όργανα επιθετικά και αμυντικά· στα αρσενικάάτομα είναι πιο ανεπτυγμένα ή, σε άλλες περιπτώσεις, αναπτύσσονται μόνο σε αυτά. Κερατόμορφα εξαρτήματα παρατηρούνται ακόμα και στο κεφάλι πολλών ψαριών, ερπετών, αμφιβίων, πτηνών καθώς και σε ορισμένα ασπόνδυλα (σαλίγκαροι, γυμνοσάλιαγκες κλπ.). Τα κ. χρησιμοποιούνται στην κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, όπως για παράδειγμα κουμπιών, χτενών, χειρολαβών κ.ά. Στην αρχαία Ελλάδα, τα κ. των ζώων που θυσιάζονταν αποτελούσαν συνήθως αναθήματα στους θεούς. Στη Δήλο, μάλιστα, υπήρχε ολόκληρος βωμός από κ., γνωστός με την ονομασία κεράτινος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Αργότερα χρύσωναν τα κ. των θυμάτων πριν τα οδηγήσουν στον βωμό. Γνωστό σύμβολο της Τύχης και των συγγενικών θεοτήτων ήταν το κέρας της Αμαλθείας. Όπως μάλιστα διαπιστώνεται από τις τοιχογραφίες των μινωικών ανακτόρων, τα κ. ήταν θρησκευτικά σύμβολα. Γενικά, το κ. αποτελούσε σύμβολο φυσικής ρώμης. Το χρησιμοποιούσαν ως διακοσμητικό στοιχείο και με το κατάλληλο ξύσιμο και στίλβωμα ως ποτήρι, σάλπιγγα κλπ. Κέρατα βούβαλου. Τα κέρατα της καμηλοπάρδαλης είναι οστέινες προεξοχές. Γενική άποψη της Κερατέας του νομού Αττικής. Τα κέρατα του ρινόκερου είναι επιδερμικοί σχηματισμοί. Κέρατα ζαρκαδιού. Τα ιδιόμορφα κέρατα της αντιλόπης. Ένα ελάφι με τα χαρακτηριστικά του κέρατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέρατα — κέρᾱτα , κέρας Aër. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КЕРАТА —    • Κέρατα,          см. Attica, Аттика, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • τάρανδος — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους rangifer, της οικογένειας των ελαφιδών, υποδιαιρούμενα σε 2 είδη: τον τ. της τούνδρας (rangifer tarandus), διαδεδομένο στις βορειότερες περιοχές της Ευρασίας και το καριμπού (rangifer caribou), που ζει κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • CERAS — apud Solin. c. 10. Veniamus ad promontorium Ceras Chryseon Byzantiô oppidô nobilc, Plino, l. 9. c. 15. Aureum cornu.> promontor. est, in quo Byzantium, cui a sinu circa Byzantium id nominis haesit. Hic enim proprie Κέρας dictus est, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”